- κλάιστρον
- κλάιστρον , v. κλάιθρον.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κλάιστρον — κλάϊστρον , κλάιστρον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάιστρον — κλάιστρον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείστρο … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek